ὀντότητας

ὀντότητας
ὀντότης
reality
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • εθνισμός — ο 1. εθνικότητα 2. εθνική συνείδηση 3. η αγάπη και αφοσίωση ενός ατόμου προς το έθνος του ως αυθύπαρκτης και ισότιμης συνυπάρχουσας οντότητας στο πλαίσιο τής διεθνούς κοινότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλ. Σπηλιάδη] …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • υλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα, που θεωρεί την ύλη ως την ουσία και την πρώτη αρχή των όντων και θέτει σε δεύτερη μοίρα ή και αρνείται το πνεύμα. Παίρνει τη μορφή του μηχανικού υ. εφόσον θεωρεί την ύλη ως ουσία που έχει μηχανικές μόνο ιδιότητες. Στην… …   Dictionary of Greek

  • υποκειμενικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού υποκειμενικού 2. ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο αισθάνεται, σκέπτεται και ενεργεί κάθε άτομο 3. (φιλοσ.) α) ο χαρακτήρας και η ιδιότητα τού υποκειμενικού, σε αντιδιαστολή και σε αντίθεση με την αντικειμενικότητα, η σφαίρα… …   Dictionary of Greek

  • υποστασιοποίηση — η, Ν [υποστασιοποιώ] η πρόσδοση ή η πρόσκτηση υπόστασης, οντότητας …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • αποθετήριο — Το έγγραφο που πιστοποιεί την αποθήκευση εμπορευμάτων στην αποθήκη της εμπορικής επιχείρησης. Δεν αποτελεί αξιόγραφο και στερείται αυτοτελούς νομικής οντότητας, δεν μπορεί δηλαδή να αποτελέσει μεταβιβάσιμο τίτλο, επιδεκτικό κυριότητας,… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”